αφιλόδοξος

αφιλόδοξος
-η, -ο (AM ἀφιλόδοξος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλόδοξος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφιλοδόξως — ἀφιλόδοξος free from conceit adverbial ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλόδοξον — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc sg ἀφιλόδοξος free from conceit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοδόξου — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοδόξους — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλόδοξοι — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοδοξία — η (AM ἀφιλοδοξία) [αφιλόδοξος] το να μην είναι κανείς φιλόδοξος …   Dictionary of Greek

  • αφιλότιμος — η, ο (Α ἀφιλότιμος, ον) [φιλότιμος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, που δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του, αναίσθητος αρχ. 1. αφιλόδοξος 2. ο αδιάφορος για κάτι 3. (για πράγματα) αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՓԱՌԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0251 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. ἁφιλόδοξος minime gloriae cupidus Որ չէ փառասէր, կամ խորշի ʼի փառաց. խոնարհ. *Եւ դու տե՛ս զաւետարանչին զանփառասէր միտսն. Շ. մտթ.: *Փոխանակ նոցա կացուցանէր զանարծաթասէրսն եւ զանփառասէրսն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”